- εὐσίδηρος
- εὐσίδηρος [ῐ], ον,A well-ironed, i.e. bound with iron, Sch.Hes.Sc.270.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσίδηρος — εὐσίδηρος, ον (Μ) αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο … Dictionary of Greek
εὐσιδήρου — εὐσίδηρος well ironed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek